μερικότητα

μερικότητα
η
1. το γνώρισμα, η ιδιότητα τού μερικού, το να αποτελεί κάτι μέρος ενός συνόλου
2. στον πληθ. οι μερικότητες
οι λεπτομέρειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μερικός. Η λ., στον λόγιο τ. μερικότης, μαρτυρείται από το 1761 στον Ιωσ. Μοισιόδακα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”